- παρθενικός
- -ή, -ό / παρθενικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρθένος]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικοςνεοελλ.1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι»)2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου 'χε σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα», Σολωμ.)3. φρ. «παρθενικός υμένας»ανατ. μεμβράνη που κλείνει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τέλεια, την είσοδο τού κόλπου στις παρθένους και η οποία είναι συνήθως ημικυκλική, σπανιότερα κυκλική, και διατιτραίνεται από ένα ή δύο στόμιααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρθενικήανύπαντρο κορίτσι2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρθενικόντο φυτό αρτεμισία3. φρ. α) «παρθενικὴ νεῆνις» — παρθένος κόρηβ) «παρθενικά πράττειν» — το να εκτελεί, να κάνει κανείς έργα που αρμόζουν σε παρθένογ) «παρθενικὸς ανήρ» — ο σύζυγος παρθένου, ο πρώτος άντρας.επίρρ...παρθενικώς και -ά / παρθενικῶς, ΝΜμε τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
Dictionary of Greek. 2013.